|
закончить сев #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закончить сев? — αποσπέρνω как с (ново)греческого переводится слово αποσπέρνω? — закончить сев — μανάβικο — γραμμάτιο — θεοσοφισμός — ηλιοτρόπιο — φτύσιμο — ραμολίρω — σπίλωμα — παρουσιαστής — παστέλι — αναπόκριτος — διαταράκτης — λοξοδρόμηση — συνοδηγήτρια — κοινοβιότης — λεμονόφλουδο — ευκολόπιστος — τουμπανιάζω — αρνησικυρία — απραγμονω — βλαττίον — λαναρίζω |
|||