|
гинекологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гинекологический? — γυναικολογικός как с (ново)греческого переводится слово γυναικολογικός? — гинекологический — αναρμάτωτος — ματθιόλη — αυθαίρετα — κλαψιάρης — οφθαλμιώ — ειλεός — αναχασκώ — περισφίγγω — αμεροληπτώ — ιεροκρατικός — τυχερή — ενοχικός — ευθειακός — εξώπροικος — εξακοσιαπλάσιος — ξαναγεννιούμαι — πατούχας — εμφραξη — δραχμοποιώ — μπουκωμένος — σκανδαλιστικός |
|||