γυναικολογικός

формы словаβ
γυναικολογικός
гинекологический



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово гинекологический? — γυναικολογικός
как с (ново)греческого переводится слово γυναικολογικός? — гинекологический


αναρμάτωτοςματθιόληαυθαίρετακλαψιάρηςοφθαλμιώειλεόςαναχασκώπερισφίγγωαμεροληπτώιεροκρατικόςτυχερήενοχικόςευθειακόςεξώπροικοςεξακοσιαπλάσιοςξαναγεννιούμαιπατούχαςεμφραξηδραχμοποιώμπουκωμένοςσκανδαλιστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit