|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζωέμπορας? — — στάσιμος — ντροπιάρης — επανάψυξη — ξενηλασία — εδραίος — Αιγυπτιώτης — μουστακαλής — στερεμένος — ερρηξα — δασωμένος — ζεστό — αστρονομώ — ανεκτικός — γιαβουκλιούς — ιταλιωτικός — γυαλιστερός — εξοδιαστής — ανθόμελο — σπερδούκλι — νταβανοσάνιδο — κέδρωσις |
|||