|
притягательный; ~ή δύναμη — притягательная сила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притягательный? — ελκτικός как с (ново)греческого переводится слово ελκτικός? — притягательный — θαμνοειδής — απύρωτος — ογδοηκοντοετής — αρνοτόμαρο — Πέρσης — ρότα — αγγελοζωγράφιστος — αμυγδαλίδαι — δημοκρατικά — σφυγμός — πλυστικά — αναρρηχεύω — ξέφρενος — τζερεμές — βυθός — τράχηλος — κορνιζού — ερμητικός — λεξικογραφία — κληρικός — γκρέκι |
|||