|
το доллар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доллар? — δολλάριο как с (ново)греческого переводится слово δολλάριο? — доллар — πολιτειακός — επίσημοι — καλαμποκάλευρο — διαγελω — ξεσβέρκιασμα — αμαντάριστος — τσιπροκατάνυξη — προτελευτώ — στερούμαι — φτώχεμα — αναφλέγω — καθυποτάσσω — ατύλικτος — ασκίαυλος — κρόκινος — σκηνοθέτης — εξώτατος — απελατίκι — επένδυμα — ημιτονοειδής — κοττόπιττα |
|||