|
το (чаще мн.ч.) барабанная палочка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово барабанная палочка? — τυμπανόξυλο как с (ново)греческого переводится слово τυμπανόξυλο? — барабанная палочка — φυσικότητα — μπεκιαριλίκι — γλωσσοδέρνομαι — λαξεύομαι — χαλιμά — ζερβοχέρης — ροή — ατσούγκριστος — δαφνώδης — ιταλικός — ενέλιξη — μπαμπόγρια — αγγελομάχημα — ευγνωμονώ — στιβάδα — αυτοχειροτόνητος — σεβρό — δασύπτερος — χερουλάς — μελοποίηση — σατιρικός |
|||