|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγαπώντας? — — αναρπαγή — πλειοδοτώ — κυλιούμαι — ανεπιτηρησία — ακατεύναστος — γεμάτα — γιατρός — ιδεώδες — θαυμαστά — παραφύλαγμα — στραγγαλιστής — ασυμπάθιστος — απαγίωτος — ψαροταβέρνα — ντουλάπα — αποτινάσσω — ενοίκιο — ακριβολόγος — αγγειόσπερμος — βελόνα — επευφημία |
|||