|
, ~ογή η чернозём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чернозём? — μαυρόγη как с (ново)греческого переводится слово μαυρόγη? — чернозём — εξηκονταετής — συγχώνευση — σί — σκαφή — τσακνάκι — επιδερμικός — νούφαρο — εσωρράχιον — θηλαστικός — λαϊκάντζα — λυσσαλέος — πλατεία — δενδρόλιθος — αμέστωτος — χρονομέτρηση — ψυχονευρωτικός — λειχήνωση — λαγοπροβιά — ηλεκτροδυναμόμετρο — χωραίτης — αποκαρδισμός |
|||