|
(-όνος) ο уст. арбуз (растение и плод) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арбуз? — υδροπέπων как с (ново)греческого переводится слово υδροπέπων? — арбуз — έαρ — επιμεταλλώνω — βουλοκέρι — αιμορροφιλικός — Μάϊος — εξάρτυση — κατανάλωση — εξηνταρίζω — προσφυγοκάπηλος — ασεμνογράφος — οχεία — επίπτωση — πολυξοδίαστής — κακοντυμένος — επικρεμώ — συνύφανση — Οβριός — αποτριχωτικός — σαχλαμάρας — ανεπιστρεπτί — ακατάχτητος |
|||