|
1) лишающий; 2) грам. : ~ά μόρια — отрицательные приставки (ά-, αν-) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишающий? — στερητικός как с (ново)греческого переводится слово στερητικός? — лишающий — αροδάφνη — γέμιση — βουλώνω — στενογραφικά — συνομιλώ — χορομανία — κύαμος — κουμούνι — δαμαλιδικός — υποκειμενικός — αμαξάλογο — δικηγορόσημο — αμπελοφάσουλο — Χιλή — σφήν — τοπωνυμικός — κυτταρολογία — ανακάλυψη — προαγορά — προϋπάρχω — φυσιολατρικός |
|||