|
η 1) сильфида; 2) перен. фея #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильфида? — συλφίδα как на (ново)греческом будет слово фея? — συλφίδα как с (ново)греческого переводится слово συλφίδα? — сильфида, фея — ευκραής — εγωλάτρισσα — γεννητός — αγρίλλιαστος — γιαβουκλιούς — έριδα — μυθογραφώ — δασονόμος — σκυταλοδρομία — λειώσιμο — όμορφα — Κύπριος — μακρομάνικος — μαυροφρρύδα — μυροβόλος — αδαμαντοφόρος — ληστεύω — ισοψηφία — βαμβακόπετρα — τρελάδικο — αραβικός |
|||