συγκυριακός

формы словаβ
συγκυριακός
конъюнктурный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово конъюнктурный? — συγκυριακός
как с (ново)греческого переводится слово συγκυριακός? — конъюнктурный


μαλακανδρέαςσυνταγματαρχίνααλλοπαθήςστολοδρομίααποσπερνόςάχολοςεξανθώμπήζωαντισηψίαμονοκομματικόςδίποδοςναρκοθέτησηαποκούμπαμάλαθροκατειλημμένοςβάρανοςπεριμένωμπαταλαμάςσκάρφητοκογλυφίαμουντζούρωμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit