|
конъюнктурный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конъюнктурный? — συγκυριακός как с (ново)греческого переводится слово συγκυριακός? — конъюнктурный — μαλακανδρέας — συνταγματαρχίνα — αλλοπαθής — στολοδρομία — αποσπερνός — άχολος — εξανθώ — μπήζω — αντισηψία — μονοκομματικός — δίποδος — ναρκοθέτηση — αποκούμπα — μάλαθρο — κατειλημμένος — βάρανος — περιμένω — μπαταλαμάς — σκάρφη — τοκογλυφία — μουντζούρωμα |
|||