|
мед. дальтонизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дальтонизм? — αχρωματωπία как с (ново)греческого переводится слово αχρωματωπία? — дальтонизм — αμπέρ — καταρραχής — τρίκρανο — ξαγριεύω — μέλος — ζωάνθρωπος — μανδαρινέα — οικονομικά — σοκολατόχρους — γροθιάζω — βλασφημώ — ακρόρριζο — διατυμπανισμός — αποστάκτης — τέρπω — σκεύος — αυγίλα — κουβάριασμα — πλειοδότρια — φευγάτος — αβλαβής |
|||