|
предплюсневой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предплюсневой? — ταρσικός как с (ново)греческого переводится слово ταρσικός? — предплюсневой — μαύρο — προσδοκία — ταυτώνυμος — καβαλλικεύω — θεμελιωτής — προσβεβλημένος — βοσκοπούλα — κλάψιμο — Κοράνι — σώμα — αλουπότρυπα — περιβαλλοντικός — υπερκρέμαμαι — αφοριστέος — λημέρι — μαυροκερασιά — αυθυποταγή — χοιροτροφία — λερός — φάραγξ — θεσμοφύλαξ |
|||