|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουλευτικό? — — λιγόφαγος — ακριβαναθρέφω — πούλια — άωτον — πυροηλεκτρισμός — αρακάς — τέταρτο — συμμετοχικά — ετοιμοθάνατος — απόλωλος — διαπνοή — γδούπος — ποθώ — λάβρα — κέρβερος — βασισμένος — κιμονό — εκκλησιάζομαι — εισχέομαι — απωμάτιστος — μελανείο |
|||