|
το шакал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шакал? — τσακάλι как с (ново)греческого переводится слово τσακάλι? — шакал — παστουρμάς — αποπυρηνικοποιώ — πηλοφόρος — ατσιγάριστος — απόγωνο — κωλογάμητος — ψύχομαι — μαγκουρώνω — σκυλοδρομία — αφιονίζω — μπάμιας — υψηλοφροσύνη — φρέρης — απειρόκις — σταγόνα — γλυκανθής — σκοταδερός — βύθισμα — υφαιρώ — άστρεγος — ασχημούλα |
|||