|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στενογραφικά? — — αναφέρω — περισπάωμαι — δαμάλα — διγένεια — βροντοβολώ — πλεονάζων — χάος — αμυγδαλόπομα — μακελεμένος — διδασκαλιστής — σιμίτι — σύλλογος — συντεκνία — πατσατζήδικο — αγγελόκομμα — εκπαρθένεση — στοματίτιδα — υπορράπτω — πλήγιασμα — ξεγεννώ — αναρμονικός |
|||