|
το медная монета; медяк (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медная монета? — χαλκονόμισμα как на (ново)греческом будет слово медяк? — χαλκονόμισμα как с (ново)греческого переводится слово χαλκονόμισμα? — медная монета, медяк — προστυχολογιά — φουρτούνα — πληροφοριοδότης — ευμεγέθης — ανεμολογία — αιματοσταγής — μελανοχίτων — δημευτής — αποτροπιασμός — γελέκι — θεληματίας — αμφίσημος — όρυζα — εξοκέλλω — εξετάφην — ψελλότητα — εναγόμενος — ηθικό — εφευρετικός — ανύποπτος — εγγυοδότης |
|||