|
снимать головной убор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снимать головной убор? — ξεσκουφώνομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεσκουφώνομαι? — снимать головной убор — σουρπιά — χιλιοστό — μπορς — αποστομάτου — κρεάτινος — χλαλοή — κατάστηθα — κατηγορία — υποδεσπόζουσα — θεοβλαβούμενος — συμφοιτήτρια — ανθρωποσωτήριος — αρχιτεχνίτης — φωτιστικός — συσταχώνω — πελέκημα — βουρτσάκι — χρυσοχοΐα — υποπτεύομαι — ταβανίσιος — ατζαμίδισσα |
|||