|
ο кирка, мотыга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кирка? — καζμάς как на (ново)греческом будет слово мотыга? — καζμάς как с (ново)греческого переводится слово καζμάς? — кирка, мотыга — συναλληλία — χαλιέμαι — αμυντήριον — συντηρώ — αφαλοκόβω — ανεξόφλητα — ντουλάπι — εγκεφαλογράφημα — αυτοκυριαρχώ — νυχτόημερα — κοτόσουπα — σχολιάστρια — οντογένεια — αρχάριος — ανακυκώ — αυτονομίστρια — τσούχτρα — αξανέμητος — δονησιθεραπεία — πατρώος — υδρογνώμων |
|||