|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορύσσω? — — δηλώ — επισκευή — αεριτζού — καπάτσος — νεοπαγανιστικός — εξώπετσα — διπλωτής — αποκρυσταλλωμένος — λάβρακος — αποτωρινός — σφαγμός — κώλωμα — γλυκοκοίταμα — απαρατήρητος — όμμα — δυό — αδιάλεχτος — δραματοποιός — Φ;φ — βιομετρία — αδιαφάνεια |
|||