|
поднимать целину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поднимать целину? — ξεχερσώνω как с (ново)греческого переводится слово ξεχερσώνω? — поднимать целину — πρωτότυπο — αδερφοδιώχτης — πραγματογνωσία — σιαγόνα — ασύμπιστος — βαμβακουργός — σαγρές — δά — πολυτεντώνω — χαμούρα — οξυβόας — χαρτομάντισσα — βόριο — δεματιάρης — ρεκορντγούμαν — οζογαλή — πρόκκα — γαϊδούρι — φαβιανός — ινκόνιτο — φρικαλεότητα |
|||