|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσχώνομαι? — — γλοιφός — νεόπαντρος — διπλοεγγεγραμμένος — οκτακισχίλιοι — εφηρμοσμένος — απολογισμός — σχόλασμα — αποκοίμιση — παραβράζω — όζος — λαχειοφόρος — χαμομήλι — αλεύκαστος — απαράπειστος — γονυκλινής — αυτοκινησία — λοιμική — ρητινώδης — πλάσσω — ρυμουλκατζής — κανονισμός |
|||