Новогреческий словарь
αμέλγω
αμέλγω
(αόρ. ήμελξα)
доить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доить
? —
αμέλγω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμέλγω
? — доить
#
(ново)греческий словарь
—
σειέμαι
—
ομαδικός
—
συγχαρητήρια
—
ηλεκτρομετολλουργία
—
όρχις
—
αμόρε
—
πιστάγκωνα
—
ιερουργώ
—
διακορευτικός
—
καματεύω
—
γκερντανλού
—
κιννάμωμον
—
ανεμόφαντος
—
αζευγάριστος
—
λίβρα
—
αντιπυροβόλησις
—
βιγλάτορας
—
πηκτικός
—
λαθρέμπορας
—
γαλακτίνη
—
παραπίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве