|
(αόρ. ήμελξα) доить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доить? — αμέλγω как с (ново)греческого переводится слово αμέλγω? — доить — κατηγορικός — σκώληξ — εξαωρία — σχολνώ — ισχυρότερος — μερίζω — διεθνής — εσεβάσθην — υπόγειος — χρωματισμένος — αλλαντοποιία — πάστα — κύρης — ντουρής — σύσσωμος — διοδεύω — σφιχτός — ψοχρόαιμος — παραπονιάρης — χρεμετίζω — καψουρεύομαι |
|||