|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοματάκι? — — αδιάπταιστος — δεκαρολογώ — ντελμπεντέρης — διαξυλώ — προεξοφλητός — κομματιασμένος — καθυποδουλώνω — πελέκηση — διαφανής — ψύχραιμος — απόβαση — θέρμη — ομιλία — ασημοκαπνίζω — φιλαρχία — σπερματέγχυση — πλημμυροπαθής — πεποικιλμένος — σάρκα — κοράκι — ψί |
|||