|
η 1) реставраторша; 2) реформаторша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реставраторша? — ανακαινίστρια как на (ново)греческом будет слово реформаторша? — ανακαινίστρια как с (ново)греческого переводится слово ανακαινίστρια? — реставраторша, реформаторша — δικαιοκρίτης — μάνιασμα — ζουρλαίνομαι — πήρωση — στειροποιώ — προέκταση — χερουλάτης — γυναικούλης — λουκέτο — μπαμπάς — ισοπέδωμα — στρατόσφαιρα — δηκτήρ — τυφλώνω — αργοκλαίω — καφεϊνισμός — εκτοπισμός — απαρομείωτος — πιτερίδα — αδηλητηρίαστος — βασιλόπουλο |
|||