|
η риск, подвергание (__чего-л.__) риску #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово риск? — διακύβευση как на (ново)греческом будет слово подвергание риску? — διακύβευση как с (ново)греческого переводится слово διακύβευση? — риск, подвергание риску — ασφαλιστικό — ασφόδελος — κοσμητικόν — τρομάζω — λεχούσα — λοιμογόνος — κοντράτο — όνομα — προστατευτικό — αρκεί — πιστάκη — ξυστρίζομαι — επίτηδες — ξυλάλευρο — απαρακολούθητος — βουτσάδικο — μαστορική — πατρώος — πετρελαιοθήκη — γλύκασμα — δοσοληψία |
|||