|
το 1) уменьш. к λοβός ; 2) анат. долька (какого-л. органа); πνευμονικό ~ — лёгочная долька #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долька? — λόβιον как с (ново)греческого переводится слово λόβιον? — долька — αρκετό — κανόνι — κουκλί — βορεινός — μικρομύτης — βιά — ισοσταθμίζω — κάλανδα — λευκοκυτταραιμία — ιχθυολαχανοπώλης — χεροδύναμος — μηδενικός — τρωτό — ηλεκτροακουστικός — ενισχυτής — ψυχοφυσιολόγος — συσκευιάστρια — συγκατοικία — υπεξάγω — οδοντόπαστα — εξαρθρωμένος |
|||