|
η физ. электроотрицательность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электроотрицательность? — ηλεκτραρνητικότητα как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτραρνητικότητα? — электроотрицательность — δίσεχτος — ακαύλωτος — οδοδείκτης — υδροσκοπία — ηλεκτρόδιο — θρυμμάτισμα — πίλημα — χώλ — ανατομικός — γέρατειά — ιδιοτυπία — αγαθόφρων — σίβυλλα — ζαμπόν — αργουλός — μαγνησία — αντιληπτικός — προέρχομαι — φώτιση — συλλειτουργώ — καφτός |
|||