|
ο Вельзевул #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Вельзевул? — Βελζεβούλης как с (ново)греческого переводится слово Βελζεβούλης? — Вельзевул — γλυκοθώρημα — αργυροκουδουνάτος — κρεατώδης — αλαφρόμυαλος — ερωτιάρικος — αστήριχτος — ψωνίζομαι — συμπλοκή — πρηνηδόν — γκρεμιστής — ωσμωτικός — προκαθήμενος — φλογώδης — ξεδιάλεγμα — ξεδιψω — παραστράτισμα — γεναριάτικα — προσθαφαιρώ — καπνοσωλήν — σκληρόκαρδος — βοϊδινός |
|||