Новогреческий словарь
δός
δός
προστ. от δίνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
δός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αδικοκρατία
—
χρυσελεφάντινος
—
λυκόρνιο
—
εκβίασμός
—
απρόοπτο
—
διδακτός
—
διαχωρω
—
περήφανος
—
εξάλμισις
—
ανοσοποιητικός
—
κερδοφόρος
—
γαλατόπετρα
—
γκέρλς
—
φυλακώνω
—
αλληλοδιαψεύδομαι
—
τσακίρικος
—
πειθαρχημένος
—
πατρωναλισμός
—
ξεσαμαρώνω
—
εξανέστην
—
περιβολάρης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω