|
προστ. от δίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δός? — — εκπτύω — πατηκώνω — ολόγδυμνος — ενεργητικότητα — ξεροψημένος — σοκακιάρης — μουρόφυλλο — αστραχάν — ιστοριογράφος — σχοινοβατικός — παρασκεύαση — επιγονατιδικός — εμφρακτήρ — επικρατών — φορείο — λατινιστής — δουλικό — αεροναυτιλία — ελληνική — συγχρονισμός — γιάτρισσα |
|||