|
(αόρ. έφρυξα) поджаривать, жарить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поджаривать? — φρύσσω как на (ново)греческом будет слово жарить? — φρύσσω как с (ново)греческого переводится слово φρύσσω? — поджаривать, жарить — παπάρι — καρτέλλα — πανηγυρικά — διαψευσμένος — κατοπτρισμός — συσσωρευτής — ξαπολνάω — αναλώνω — σαγιάκι — καταχειροκροτάω — αποβλάκωση — ευαισθητοποιούμαι — θερμόμετρο — παχυλός — εναιωρούμαι — απολογήτρια — αναδασωτέος — ανθοπωλείο — ματαιολογώ — θεαματικός — δράκος |
|||