|
улучшение; ~ τών σχέσεων μας — [phrase]улучшение наших взаимоотношений[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улучшение? — καλυτέρευμα как с (ново)греческого переводится слово καλυτέρευμα? — улучшение — καζέρνα — μέντα — ερματοφόρον — παραπέτο — υδροπωλητής — σκαφεύς — αμετάνοιωτος — χημειοτροπισμός — επιχειρηματικότητα — λαδάκι — μπήκα — λάρος — ανάκρουση — έμπρακτος — πυραυλοκίνητος — εξοικονομώ — γρικάω — πρόσθεση — καψούρα — αδιαποίκιλτος — ρεφενίζοντας |
|||