|
το череп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово череп? — κρανίο как с (ново)греческого переводится слово κρανίο? — череп — λογχοπέλεκυς — αιθερομανής — παγανισμός — σβάστική — ψαρογένης — ζητιάνα — ελικωτόν — κωλόπουστας — διαδοχικότητα — ραδιοπομπός — στάχυασμα — μανταρίστρια — βρωμόγλωσσα — μοιρασιά — σημαντικά — μουντζουρώνω — πολιτικός — διαδοσίας — βολάζω — πλειοδοτώ — σπάτουλα |
|||