|
το расплата (тж. перен.); выплата #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расплата? — ξεπλήρωμα как на (ново)греческом будет слово выплата? — ξεπλήρωμα как с (ново)греческого переводится слово ξεπλήρωμα? — расплата, выплата — χρωμοξύλογραφία — αλμπάνης — πτερύγισμα — συρρικνώνω — ανωφελής — αυστριακός — ξεπασσάλωμα — γλακώ — κοντραμπάντο — λογισμός — αφθονώ — ετεμον — βαρελάς — εμφανίζομαι — επιφωτίζω — αυθαδώς — αβανταδόρικος — ηλεκτρακουστική — ατραυμάτιστος — σκηνοθετικός — γαλέντζα |
|||