Новогреческий словарь
εξώπετσα
εξώπετσα
поверхностно, слегка
;
τόν πήρε η σφαίρα ~ — [phrase]пуля задела его слегка[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поверхностно
? —
εξώπετσα
как на
(ново)греческом
будет слово
слегка
? —
εξώπετσα
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξώπετσα
? — поверхностно, слегка
#
(ново)греческий словарь
—
πλαστήρι
—
σαδιστής
—
τσάντζαλα
—
χαρτεμπόριο
—
αρτιγέννητος
—
παραβαρώ
—
παιδικάτα
—
αλεφάντης
—
επερχόμενον
—
γυμνο-
—
βραδυπόρος
—
αλεκάτη
—
λαμπροφορία
—
αναλώσιμος
—
έπαε
—
παραλαμβάνω
—
λιθαγωγός
—
φάρσωμα
—
μονοπατάκι
—
μανδαρινάτο
—
μούσκευμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,