|
поверхностно, слегка; τόν πήρε η σφαίρα ~ — [phrase]пуля задела его слегка[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поверхностно? — εξώπετσα как на (ново)греческом будет слово слегка? — εξώπετσα как с (ново)греческого переводится слово εξώπετσα? — поверхностно, слегка — σποραδικότητα — ανεμοφόρητος — Πολωνικός — συνωμοσιολόγος — αχρωμάτιστος — απανθίζω — υποκύανος — τσιμπίδα — νερόβρασμα — λήγων — προπληρωμή — διδάκτορας — κρυπτογραφώ — λυπάμαι — ντύνω — σπινθηρίζω — μωροφιλόδοξος — φαιδρός — ασυμπέραστος — τσίκνωμα — καρυδόφλουδα |
|||