|
(αόρ. ανέκλωσα) снова прясть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снова прясть? — ανακλώθω как с (ново)греческого переводится слово ανακλώθω? — снова прясть — μπιραριέρα — συγύρι — υπεκμίσθωση — σύλληψη — ατζαμίδικα — αναφτερούγιασμα — ανάπαλση — βιβλιοτεχνία — λειάντρια — απλωμα — αγαθοεργώ — ασκημούτσικος — σιδηροβιομηχανία — προβούλευμα — ζυμωτικός — αθεολόγος — σίβυλλα — τσίτσα — παίνεμα — γιατροκομω — νεκρός |
|||