|
ο лесопилка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесопилка? — πριονόμυλος как с (ново)греческого переводится слово πριονόμυλος? — лесопилка — επαναθεώρηση — κραδαστικός — νομομηχανικός — αυτεπαγωγή — ξεκολλάω — μεταφράσιμος — στενός — θυία — νηπιακός — κλύσμα — ξεκοτσάρισμα — βροχαλίδα — αναφυσητό — προσκόπτω — ξελόγιασμα — δραγατσά — αγριομούλαρο — φτωχοπερήφανος — αιματικός — απογαλάκτιση — σοβαροποιούμαι |
|||