|
(αόρ. (ε)ρετοοσάρισα ) ретушировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ретушировать? — ρετουσάρω как с (ново)греческого переводится слово ρετουσάρω? — ретушировать — ανθρωπιστής — παραμυθένια — φωνάζω — συναθροίζω — φλέψ — διεκροή — ασβεσταρειό — μπαλκόνι — ιός — θέσμιος — μουστακάκι — γλωσσοπέδη — επώαση — ανορθόγραφος — μπρούμυτος — τροχήλατος — Ωκεανίδες — τήν — ψαροπούλα — κατακλείω — στενάζω |
|||