|
το султанат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово султанат? — σουλτανάτο как с (ново)греческого переводится слово σουλτανάτο? — султанат — κυλόττα — μαξιλλαρώνω — ανυπόσχετος — ακαλλώπιστος — γωνίδι — δικάσιμη — αναρχομαλάκας — ανασύρνω — αποσχάζω — κρεατής — υπερμέτρωψ — πίεση — εμπότισμα — αποφαλάκρωση — στενοχωρούμαι — μουσικοκριτικός — λακκιασμένος — ασημαντολόγος — γιορτερός — ανακάτευτος — παντοπώλις |
|||