|
глохнуть, лишаться слуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глохнуть? — κουφαίνομαι как на (ново)греческом будет слово лишаться слуха? — κουφαίνομαι как с (ново)греческого переводится слово κουφαίνομαι? — глохнуть, лишаться слуха — ομοιοπλαστικός — φρενιάζω — ρυτίδα — χλωρός — ξήρανση — μουγκρός — ζέβρα — τρουλαίος — κοψοχολιάζω — άλεση — αρχαιοφύλακας — αγριοκυδωνιά — ανία — αναποδογύρισμα — αριστοκρατικός — κρίμα — άνθηση — υπέχω — κεραμιδάδικο — μπαγκιέρης — κανταδόρος |
|||