Новогреческий словарь
κουφαίνομαι
κουφαίνομαι
глохнуть, лишаться слуха
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глохнуть
? —
κουφαίνομαι
как на
(ново)греческом
будет слово
лишаться слуха
? —
κουφαίνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουφαίνομαι
? — глохнуть, лишаться слуха
#
(ново)греческий словарь
—
πρασινάδα
—
στενογραφικός
—
κάνουλα
—
φιλονικία
—
κυτταρινικός
—
ασκημούτσικος
—
άνετα
—
μουρουνέλαιο
—
μαρξικο-λενινικός
—
ενιαύσιος
—
ιδιόχειρος
—
τουλούμι
—
μεταπλάττω
—
αθυρματοποιία
—
πολυδάκρυτος
—
τριπόντες
—
κεραμοηοιείο
—
κάθετος
—
ανεπιστρεπτί
—
αξύπαστος
—
ευθυμογράφημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве