|
η клей (животный) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клей? — χονδρόκολλα как с (ново)греческого переводится слово χονδρόκολλα? — клей — αναίτια — παχυσαρκία — παταγώδης — σάγμα — φαινικό — αποδελτίωση — βαρυποινίτισσα — αριβάρω — αγκαθός — γαλιάνδρα — εφτάστιχο — σπλαγχνίζομαι — διπλασιάζω — δερματάς — δικηγορόσημο — τσουβάλιασμα — ανημποριάζω — βαρβατεύω — υστερότοκος — επώδυνος — αποστειρωτής |
|||