|
стоять на якоре (в порту или на якорной стоянке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стоять на якоре? — ναυλοχώ как с (ново)греческого переводится слово ναυλοχώ? — стоять на якоре — εγκυμοσύνη — περίζωμα — τσεκούρας — αντικοινοβουλευτικός — αυθορμητισμός — σκάρτος — παρετυμολογία — παλούκωμα — κραδαντήρας — καπηλεία — προγυμναστής — χυδαιοποίηση — αντιδεξιούμαι — χαζοφέρνω — γοναταριά — δεκάτη — βιβλιεμπόριο — πρηνής — επιστολή — αδιαβίβαστος — απόξεση |
|||