|
η мелкая воровка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мелкая воровка? — μικροκλέπτρια как с (ново)греческого переводится слово μικροκλέπτρια? — мелкая воровка — λαγοκοίμητος — συμμαζεύω — συμβατικά — επανασυνδέω — πλουσιότατος — κατάξερος — εκλεκτικισμός — οικογενειακώς — ξυγκοκέρι — ταυτίζομαι — πούστης — παρακινώ — απομονώνω — ενδέτης — ακριβογυιός — επίλοιπο — ριγώνω — ανατίναγμα — βεβαίωση — πουδροθήκη — ετοιμόγεννη |
|||