|
1. суеверный; 2. (о) суеверный человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово суеверный? — δεισιδαίμων как на (ново)греческом будет слово суеверный человек? — δεισιδαίμων как с (ново)греческого переводится слово δεισιδαίμων? — суеверный, суеверный человек — δικανίκο — δαιμονολατρία — τραυματισμός — πράττω — αποσαρκώνω — εξακουσμένος — κλιματικός — παρτέντζα — χαλκουργείο — βιντεοσκοπώ — κτηματαγορά — παραμητρίτιδα — καταφανής — κύστη — στυφά — χορτάτος — ανάκτηση — αστρομετρία — λογγήσιος — ελεγειογράφος — εξεύρεση |
|||