|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άψητος? — — ανεκφώνητος — ζακόνι — οικειότητα — κοσμολογία — ξεκακίζω — αδιάπαοστος — ηττοπάθεια — τραγωδία — προπαροξύνω — καλοθελητής — σκολίωση — αποφασιστικός — ευήθεια — αναγνωσιμότητα — υποδιευθύντρια — ευμεγέθης — χολαιμικός — σαπωνόλιθος — πυρίκαυστος — χιονοκύλισμα — εξοστρακίζω |
|||