|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πολεμόω? — — παλληκαροσύνη — ανεγελώ — μουτσόπουλο — αλειπτικός — διαπραγματευτικός — φενακισμός — ανδρώνας — κρεοφαγώ — σπανάκι — υποτακτικός — κινησιοθεραπευτής — υπερκορεσμός — αηδής — αρνίτσι — βιτσιά — μαγείρευμα — κηλιδώνομαι — μπανανόφλουδα — συμπολίτης — μοσκοβόλημα — σεμπρικός |
|||