|
(αόρ. παρανύσταξα) сильно хотеть спать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сильно хотеть спать? — παρανυστάζω как с (ново)греческого переводится слово παρανυστάζω? — сильно хотеть спать — κοινόλεχτος — μποέμικα — γραμμοποίκιλτος — φυσιολάτρισσα — λυράρης — αυτοδημιουργία — κατοικίζω — μεγαλοκαρχαρίας — αλληλοτυπία — ιουλιανά — πρωτουργός — ανέφικτος — σκοτοδίνη — κυλινδρικός — ραβδιστής — βαριοπέφτω — νυχτοπερπατώ — τσάντα — ολμοστάσιο — ραδιοπομπός — αναγέννηση |
|||