|
το богатый осёл, дурак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово богатый осёл? — ασημογόμαρο как на (ново)греческом будет слово дурак? — ασημογόμαρο как с (ново)греческого переводится слово ασημογόμαρο? — богатый осёл, дурак — συντεφένιος — προεξόφληση — ναύλοχος — γκρεμνά — ωραιοπάθεια — αναχορηγητής — τεφροδόχη — σιδηροπώλης — φέσι — σκοποβολείο — εφοπλιστής — χιλιάκις — χωριάτισσα — ανεπιτήρητος — αξιολύπητος — σκαφτός — περιοδικό — μασκάρεμα — ηπατοτομία — νομεύς — σκιατραφής |
|||