|
(αόρ. εξέρρευσα) вытекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытекать? — εκρέω как с (ново)греческого переводится слово εκρέω? — вытекать — δειλιώ — άπλωμα — φαλακρός — μελλέτι — ευμορφία — κουτσομπόλης — ασυνέχιστος — μακρομάνικος — οξόνη — καστορέλαιο — θηριωδία — χωνευτός — φρενιάζω — ανεμοτρεφής — λαδής — αξύλευτος — Έλλην — γαργαλάω — νέμω — αλλοπαθητική — μεσιακάρης |
|||